- κοπιαστικός, -ή
- -ό επίρρ. -ά αυτός που προξενεί πολύ κόπο, επίπονος, κουραστικός: Έκαναν κοπιαστικό δρόμο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κοπιαστικός — ή, ό [κοπιάζω] αυτός που προξενεί κόπο, κοπιώδης, κουραστικός, επίπονος («η δουλειά του όλο το πρωί είναι τόσο κοπιαστική, που γυρίζει το μεσημέρι σπίτι του και κοιμάται τρεις ώρες»). επίρρ... κοπιαστικώς και ά με πολύ κόπο, με κούραση, με μόχθο … Dictionary of Greek
αιματηρός — ή, ό (Α αἱματηρός, όν και ός, ά, όν) νεοελλ. 1. αυτός που είναι γεμάτος ή που περιέχει αίμα (π. χ. φλέγματα ή κόπρανα) ή που αιμορραγεί (τραύματα) 2. (για συμπλοκές, ατυχήματα κ.λπ.) αιματοβαμμένος, φονικός, θανατηφόρος 3. επίμοχθος, σκληρός,… … Dictionary of Greek
αλγινόεις — ἀλγινόεις, εσσα, εν (Α) 1. αλγεινός, οδυνηρός 2. οικτρός, θλιβερός, άθλιος, δυστυχής 3. επίμοχθος, κοπιαστικός, οχληρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλγος λ. ποιητική που πλάστηκε για λόγους μετρικούς, πιθ. αναλογικά προς το επίθ. ἀργινόεις*] … Dictionary of Greek
ανεπαχθής — ἀνεπαχθής, ές (Α) 1. μη επαχθής, μη οχληρός 2. άνετος, μη κοπιαστικός 3. επίρρ. ανεπαχθώς με τρόπο που να μην ενοχλεί τους άλλους … Dictionary of Greek
ασκητικός — ή, ό (AM ἀσκητικός, ή, όν) [ασκητής] Ι. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε ασκητή νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η ασκητική ο ασκητισμός* αρχ. ο επίπονος, ο κοπιαστικός II. επίρρ. ασκητικά (AM ἀσκητικῶς) με τρόπο ασκητικό … Dictionary of Greek
βαρύγυιος — βαρύγυιος, ον (Α) αυτός που βαραίνει τα μέλη του σώματος, κοπιαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + γυίον στον πληθ. «τα μέλη του σώματος»] … Dictionary of Greek
δυσπονής — δυσπονής, ές (AM) κοπιαστικός, επίπονος … Dictionary of Greek
δύσπονος — δύσπονος, ον (Α) κοπιαστικός … Dictionary of Greek
εμπεδόμοχθος — ἐμπεδόμοχθος, ον (Α) κουραστικός, κοπιαστικός … Dictionary of Greek
επίμοχθος — η, ο (AM ἐπίμοχθος, ον) [μόχθος] (για εργασία) αυτός που απαιτεί την καταβολή πολλού μόχθου, επίπονος, πολύ κοπιαστικός αρχ. μσν. 1. (για πρόσωπα) δραστήριος, αυτός που εργάζεται πολύ σκληρά 2. γεμάτος μόχθους, εκείνος τον οποίο ανέχεται ή διάγει … Dictionary of Greek